Open/Close Menu Кардиологический центр

Καθώς η βιταμίνη D3 έχει ισχυρή δράση σχεδόν σε όλα τα κύτταρα του ανοσοποιητικού μας συστήματος, πολλές είναι οι έρευνες που έχουν δείξει πως η έλλειψη Βιταμίνης D σχετίζεται με διάφορες ασθένειες.   

  1. Κάποιες μορφές καρκίνου, ιδιαίτερα όμως οι καρκίνοι του παχέος εντέρου και του προστάτη πολλές φορές συνδέονται με την έλλειψη της βιταμίνης D3, κυρίως όταν οι τιμές της πλησιάζουν τα 10ng/ml. Μελέτες που έχουν γίνει και σε γυναίκες και έχουν καταδείξει πως όσο οι τιμές της βιταμίνης D3 είναι χαμηλότερες από 10ng/ml,τόσο συχνότερα εμφανίζεται κάποιου είδους καρκίνος. Με άλλα λόγια, όσο οι τιμές της βιταμίνης D3 απομακρύνονται από την τιμή των 10ng/ml και είναι ψηλότερες τόσο καλύτερα για την προστασία από κακοήθειες. Οι υποδοχείς της βιταμίνης D3 παρουσιάζονται στα κύτταρα Τ και Β (μακροφάγα), όπου φαίνεται ότι επηρεάζουν τη σωστή λειτουργία τους. Σε μελέτη που έγινε βρέθηκε ότι άτομα τα οποία είχαν βιταμίνη D3 κάτω από 20ng/ml είχαν περίπου δύο φορές περισσότερες πιθανότητες να έχουν πολλαπλή σκλήρυνση από άτομα με φυσιολογική βιταμίνη D3. Δυστυχώς δεν υπάρχουν μελέτες που να δείχνουν ότι η χορήγηση βιταμίνης D3 σε αυτά τα άτομα θα ελάττωνε την εμφάνιση της πολλαπλής σκλήρυνσης- και αυτό γι άλλη μια φορά έρχεται να υπογραμμίσει τη σημασία της πρόληψης.
  2. Άσθμα: εδώ η έλλειψη της βιταμίνης D3 συνδέεται συχνότερα με την εμφάνιση του βρογχικού άσθματος.
  3. Λοιμώξεις: από παλιά η βιταμίνη D3 είχε συνδεθεί με λοιμώξεις όπως η φυματίωση και ιστορικά αναφέρεται ότι πριν την ανεύρεση των αντιβιοτικών τα άτομα με φυματίωση τα συμβούλευαν να έχουν όσο δυνατόν περισσότερη έκθεση στον ήλιο και στον καθαρό αέρα.
  4. Καρδιά: η υπέρταση θεωρείται ότι έχει σχέση με τα επίπεδα της βιταμίνης D3 στον πληθυσμό. Έτσι σε γεωγραφικές περιοχές που ο γενικός πληθυσμός έχει μεγαλύτερα επίπεδα βιταμίνης D3 υπάρχει μικρότερη εμφάνιση υπέρτασης και το αντίστροφο. Επιπλέον, όσον αφορά στα καρδιοαγγειακά θέματα, τα χαμηλά επίπεδα της βιταμίνης D3 συμβάλλουν στην εμφάνιση προβλημάτων στην καρδιά. αλλά και αντιστρόφως. Όπως έχει βρεθεί και στη μελέτη Framingham, άτομα τα οποία είχαν βιταμίνη D3 κάτω από 15ng/ml είχαν περισσότερες πιθανότητες να εμφανίσουν γρηγορότερα και συχνότερα προβλήματα από την καρδιά και άλλα καρδιαγγειακά προβλήματα. Στη μελέτη αυτή, η πιθανότητα εμφάνισης στεφανιαίας νόσου, στηθάγχης και εμφράγματος του μυοκαρδίου ήταν πιο συχνή σε άτομα με βιταμίνη D3 κάτω από 20ng/ml συγκριτικά με αυτούς που είχαν τιμές πάνω από 30ng/ml. Η πιθανότητα εμφάνισης καρδιακής ανεπάρκειας και περιφερικής αρτηριακής νόσου ήταν επίσης πιο υψηλή σε άτομα με βιταμίνη D3 κάτω από 20ng/ml. Θα πρέπει να αναφέρουμε ότι δυστυχώς δεν υπάρχουν μελέτες που να έχουν γίνει με στόχο να αποδείξουν ότι η χορήγηση βιταμίνης D3 σε αυτά τα άτομα θα μείωνε τα καρδιαγγειακά προβλήματα.
  5. Σακχαρώδης διαβήτης τύπου I,II: υπάρχουν αρκετοί λόγοι που συνδέουν το διαβήτη τύπου I και τύπου II με τη βιταμίνη D3. Για τον διαβήτη τύπου I η συσχέτιση είναι μέσω του ανοσοποιητικού συστήματος, γνωρίζοντας ότι η ασθένεια αυτή είναι κυρίως πρόβλημα του ανοσοποιητικού συστήματος. Στο διαβήτη τύπου II  η σύνδεση με τη βιταμίνη D3 γίνεται  με τη βελτίωση της δράση των Β κυττάρων στο πάγκρεας όπως επίσης και με την ευαισθησία των περιφερικών ιστών στην ινσουλίνη.
  6. Νευροψυχιατρική λειτουργία: η βιταμίνη D3 φαίνεται ότι είναι απαραίτητη κατά την διάρκεια της εμβρυικής ζωής για την ανάπτυξη του νευρικού συστήματος του εμβρύου. Ακόμη, έχουν βρεθεί υποδοχές της βιταμίνης D3 στον ανθρώπινο εγκέφαλο που σημαίνει ότι η βιταμίνη επηρεάζει σημαντικά την φυσιολογική ανάπτυξη του. Χαμηλές τιμές της βιταμίνης D3  έχουν συσχετιστεί με κατάθλιψη και νόσο Alzheimer.
  7. Βιταμίνη D3 και εγκυμοσύνη: φαίνεται ότι η έλλειψη βιταμίνης D3 επηρεάζει άμεσα αλλά και μακροπρόθεσμα τόσο την μητέρα όσο και το νεογνό. Δεν υπάρχουν ακριβείς τιμές σε ποια επίπεδα πρέπει να κρατάμε τη βιταμίνη D3 σε αυτές τις περιπτώσεις.
  8. Θνησιμότητα: υπάρχουν κάποιες επιδημιολογικές μελέτες που εισηγούνται ή δείχνουν ότι η βιταμίνη D3 κυρίως σε επίπεδα κάτω των 10 με 20ng/ml συσχετίζονται με μεγαλύτερη θνησιμότητα.

Ανακεφαλαιώνοντας λοιπόν, υπάρχει ένα ευρύ φάσμα εξελισσόμενων μελετών που δείχνουν ότι τα υψηλά επίπεδα σε βιταμίνη D3 στον οργανισμό μας είναι ζωτικής σημασίας για την πρόληψη στην εμφάνιση ασθενειών καρκίνου, λοιμώξεων, αυτοάνοσων νόσων όσο και καρδιαγγειακών προβλημάτων. Σε κάθε περίπτωση, σε άτομα τα οποία βρίσκουμε έλλειψη της βιταμίνης D3 θα πρέπει να υπολογίζεται με συγκεκριμένο αλγόριθμο η ποσότητα της βιταμίνης D3 που πρέπει να προστεθεί σε ημερήσια δόση. Και φυσικά, θα πρέπει να γίνεται επαναξιολόγηση μετά από τρεις με τέσσερις μήνες για να καθορίζεται ο θεραπευτικός σχεδιασμός για το άτομο.

© 2019 - Zacharias Kounnis. All rights reserved